mesura - ορισμός. Τι είναι το mesura
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι mesura - ορισμός


mesura         
sust. fem. poco usado
1) Gravedad y compostura en la actitud y el semblante.
2) poco usado Reverencia, demostración exterior de sumisión y respeto.
3) Moderación, comedimiento.
mesura         
mesura (del lat. "mensura")
1 (ant.) f. Medida.
2 (ant.) Virtud de la templanza.
3 Ausencia de violencia o exageración en el lenguaje, los gestos o las actitudes. *Moderación. *Circunspecto. *Comedido. *Digno. Desmesura.
4 Actitud del que no pierde el *comedimiento, la *cortesía o el *respeto al hablar con alguien: "Me habló con mesura a pesar de su indignación".

Βικιπαίδεια

Mesura
La mesura es una cualidad caballeresca medieval que caracteriza a los castellanos desde que se plasma en el Cantar de mio Cid.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για mesura
1. El Gobierno prometió que actuará con responsabilidad y mesura.
2. El fútbol va muy rápido, pero hay que tener mesura, analizar bien todas las cosas.
3. Por su parte, el gobierno boliviano reaccionó con mesura pero reclama ser escuchado en la controversia.
4. El candidato socialista ha destacado la mesura como una de las principales cualidades de un líder político.
5. Se detiene el fútbol y nos entregamos al regalo sin mesura.
Τι είναι mesura - ορισμός